böses tun - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

böses tun - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
TUN; Tun (disambiguation)

evil doing         
  • The [[devil]], in opposition to the will of God, represents evil and tempts Christ, the personification of the character and will of God. [[Ary Scheffer]], 1854.
  • ''[[Extermination of Evil]]'', The God of Heavenly Punishment, from the Chinese tradition of [[yin and yang]]. Late [[Heian period]] (12th-century Japan).
PROFOUND IMMORALITY
Evilness; Concept of evil; Evildoers; Evil doers; Evil purpose; Evildoer; Evil Doer; User:Hahnchen/E; Evil people; Dark-hearted; Evildoing; Evil doing; Evils; Bad (ethics); Nature of evil; Evildoings
böses tun, übel tun
böses tun      
evil doing, act of doing evil, sinning
piacular      
adj. sühnend, büße tuend; böse, sündig, sollte Buße tun

Ορισμός

Tun
·noun A fermenting vat.
II. Tun ·noun An indefinite large quantity.
III. Tun ·vi To put into tuns, or casks.
IV. Tun ·noun A drunkard;
- so called humorously, or in contempt.
V. Tun ·noun A weight of 2,240 pounds. ·see Ton.
VI. Tun ·noun Any shell belonging to Dolium and allied genera;
- called also tun-shell.
VII. Tun ·noun A large cask; an oblong vessel bulging in the middle, like a pipe or puncheon, and girt with hoops; a wine cask.
VIII. Tun ·noun A certain measure for liquids, as for wine, equal to two pipes, four hogsheads, or 252 gallons. In different countries, the tun differs in quantity.

Βικιπαίδεια

Tun

TUN or tun may refer to: